Sunday, December 28, 2008

Η μάχη για το Κέντρο (…και το Δέντρο)

Tου Τάκη Καμπύλη, Η Καθημερινή, 28/12/2008

Ο πρώτος φοιτητής που πήρε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας αλλιώς θα ονειρευόταν τη ζωή του. Ομως στην Αθήνα του 1843 ο πρώτος φοιτητής του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου που αποφοίτησε, ο Αναστάσιος Γούδας (από την Ιατρική), φυλακίσθηκε, κακοποιήθηκε και τελικά αυτοεξορίσθηκε στη Σμύρνη και μετά τα βήματά του χάθηκαν κάπου στην Ευρώπη. Αιτία η αντιοθωνική δράση του, την ίδια χρονιά που ο Οθωνας εξαναγκάσθηκε σε παραχώρηση Συντάγματος.

Το Πανεπιστήμιο στη νέα Αθήνα του Οθωνα και τα Ανάκτορα, μαζί τοποθετημένα στο Κέντρο της πρωτεύουσας, διαμόρφωσαν έκτοτε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο την έννοια του δημόσιου χώρου και της σχέσης του με την πολιτική. Το κέντρο της Αθήνας βίωσε ήδη από τότε αυτό που λέγεται διεκδίκηση του δημόσιου χώρου. Οχι ως τόπου αλλά ως έννοιας.

Αλλοτε ως η (δυνητική) απονομιμοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων με την άνευ όρων συμμετοχή στον δημόσιο χώρο όλων των πολιτών ανεξαρτήτως οικονομικών ή άλλων διαφορών. Και άλλοτε (ή και ταυτόχρονα) ώς η βιτρίνα της κεντρικής εξουσίας. Το Κέντρο λειτούργησε στις μεγάλες πόλεις (της ύστερης νεωτερικότητας) και ως η προβολή της εικόνας που έχει στο φαντασιακό της η κοινωνία για τον εαυτό της.

Για παράδειγμα, ήταν μεγάλη η συζήτηση στον 19ο αιώνα για την Αθήνα. Και αφορούσε ακριβώς αυτή την εικόνα. Η εθνική αφήγηση είχε ξεκαθαρίσει (και επιβάλει) την ευρωπαϊκή προοπτική του νεοαπελευθερωθέντος Βασιλείου. Η Αθήνα έπρεπε λοιπόν να μοιάζει με ευρωπαϊκή πρωτεύουσα αλλά την εμπόδιζαν τα δεινά του πολέμου. Χιλιάδες χήρες και ορφανά είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη. Η πρωτοφανής σε έκταση επαιτεία και «αλητεία» επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Κάποτε τόσο σκληρούς, ιδίως απέναντι στους φρενοβλαβείς, οπότε αντέδρασε και ο Κωστής Παλαμάς σε άρθρο του (το 1883) με τίτλο «Αι Αθήναι αγαπώσι τους τρελλούς των», καταγγέλλοντας (σημειώνει ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης) τον πιθανό εγκλεισμό των ανθρώπων αυτών στο Ψυχιατρείο.

Η εικόνα για το Κέντρο, η διαμόρφωσή του ως δημόσιου χώρου και -κατ’ επέκταση- η προνομιακή πρόσβαση σ’ αυτό ή ο αποκλεισμός από αυτό, συντήρησαν έναν διάλογο που επιχειρήθηκε να κλείσει πολύ αργότερα, επί Μεταξά, με την πόλη-θέαμα. Οι μεγάλες παρελάσεις μελανοχιτώνων στη Ρώμη και των «Ταγμάτων Εργασίας» στο Βερολίνο σήμαιναν ακριβώς αυτό: Τη συμβολική κατάληψη του Κέντρου της πόλης, δηλαδή του σημαντικότερου δημόσιου χώρου της κοινωνίας.

Η πρακτική επανέρχεται και σήμερα στη Γερμανία και αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης των νεοναζιστών. Ιδίως στις μεγάλες (πρώην ανατολικογερμανικές) πόλεις ο πρώτος και κυρίαρχος στόχος είναι η κατάληψη μιας πλατείας. Ετσι σηματοδοτούν την ισχύ τους και την εγκατάστασή τους ως εξουσία στην ευρύτερη περιοχή.

Επίσης μια άλλη συμβολική χρήση του δημόσιου χώρου εκφράστηκε και από τις φαραωνικές παρελάσεις που διοργάνωναν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στα Κέντρα των πόλεων.

Το κέντρο μιας πόλης δεν είναι ουδέτερο. Κι αν στην πολιτική η έννοια εκφράζει από τη μέση οδό μέχρι το «τίποτα», στον Χώρο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί η εξουσία ασκείται σχεδόν πάντα με αποκλεισμούς.

Η κατάληψη του Κέντρου είναι μία σαφής άσκηση εξουσίας από την πλευρά εκείνου που το επιδιώκει. Και σε κάθε περίπτωση (στη Δημοκρατία) το υπό κατάληψη κέντρο παύει να είναι δημόσιος χώρος. Είναι τότε που ζητείται η επιστροφή του πολίτη και όχι του καταναλωτή, του εμπόρου ή του διαδηλωσία.

Το Κέντρο της Αθήνας βίωσε για μέρες αυτόν τον αποκλεισμό. Ομως, πολιτικά, ουδείς το επαναδιεκδίκησε ως δημόσιο χώρο παρά ως εμπορική περιοχή ή ως «αλάνα» οργής ή ως αποκατάσταση της τρωθείσης κεντρικής εξουσίας. Στο «παιχνίδι» γύρω από το Κέντρο της πόλης έχουν μείνει λίγοι παίκτες. Οσο λιγότεροι οι «παίκτες» τόσο πιο βαρετό το παιχνίδι, τόσο πιο ξένο και αδιάφορο για τους πολλούς. Και στο αθηναϊκό Κέντρο, εδώ και χρόνια «παίζουν» λίγοι.

Ενα παράδειγμα ενός άλλου «παιχνιδιού», όπου συμμετείχαν οι πολλοί προσδοκώντας τη συμμετοχή ακόμη περισσότερων αλλά κυρίως τη διασφάλιση του Κέντρου ως δημόσιου χώρου έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του Κέντρου μιας σημαντικής πόλης της Ανατολικής Μεσογείου.

Τον Φεβρουάριο του 1846 ξεκίνησε στην Ερμούπολη της Σύρου ένα (ακόμη και σήμερα) μοναδικό στον ελλαδικό χώρο πρόγραμμα διαμόρφωσης αστικού περιβάλλοντος. Αφορούσε τον «καλλωπισμό» του Κέντρου της πόλης, αλλά η έννοια τότε (όπως σημειώνει σε έρευνά της η ιστορικός Αγγελική Φενέρλη) σήμαινε κυρίως μέτρα δημόσιας υγιεινής και αναβάθμισης των δημόσιων χώρων.

Η μοναδικότητα του προγράμματος έγκειται τόσο στους φορείς όσο και στον τρόπο χρηματοδότησης. Τα πενιχρά οικονομικά μέσα του Ελληνικού κράτους δεν επέτρεπαν την παραμικρή ελπίδα χρηματοδότησης. Τότε πήραν την κατάσταση στα χέρια τους οι αστοί της πόλης και χρηματοδότησαν τη δημιουργία μερικών από τα ωραιότερα σήμερα διατηρητέα της πόλης τα οποία διεύρυναν τα όρια και την αίγλη του κέντρου της Ερμούπολης.

«Το κύριο βάρος του εκσυγχρονισμού, σημειώνει στην έρευνά της η Αγγελική Φενέρλη, αποτέλεσε για τους εμπόρους η κατασκευή κάποιων κοινωφελών κτιρίων, όπως το Κρεοπωλείο-Ιχθυοπωλείο, το Αρτοπωλείο - Λαχανοπωλείο και η Μπούρσα (εννοείται η κατοπινή Λέσχη των εμπόρων). Σήμερα, όσα από τα κτίρια αυτά σώζονται (…) αποτελούν με το μεταγενέστερο Δημαρχείο, ίσως τα λαμπρότερα οικοδομήματα της Ερμούπολης».

Η χρηματοδότηση εξασφαλίστηκε από τον ιδιωτικό τομέα με την εγγραφή μετόχων και την έκδοση μετοχών. «Πρόκειται, σημειώνεται στην έρευνα, για μία ασυνήθιστη, τότε, πρακτική στην Ελλάδα (…) Για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου ανοικοδόμησης εκδόθηκαν 100 μετοχές αξίας 500 δραχμών η μία. Ο χρόνος διάλυσης της εταιρείας δεν αναφέρεται ρητά, φαίνεται όμως ότι επαφιόταν στη διακριτική ευχέρεια του Δήμου να καθορίσει τον χρόνο εξαγοράς των μετοχών και έτσι απέβαινε κύριος του ακινήτου. Η αποπληρωμή των μετοχών συνδεόταν με την εκμετάλλευση των μαγαζιών και το προσδοκώμενο κέρδος από την ενοικίασή τους (…) Ολα εξελίχθηκαν ομαλά. Το κτίριο του Κρεοπωλείου ολοκληρώθηκε σε ένα χρόνο και η αποπληρωμή του κεφαλαίου έγινε σε πέντε χρόνια, το 1852».

Ηταν όλοι σ’ αυτή την προσπάθεια: Οι έμποροι, τα σωματεία, οι τοπικές εφημερίδες, ο Δήμος κι ένα ανήμπορο κράτος. Αλλά η Σύρος της πρώτης στην Ελλάδα εργατικής απεργίας, η Σύρος των «σαινσιμονιστών» κι αυτή του αστικού εκσυγχρονισμού δεν μιλούσαν κοινή γλώσσα. Διασφάλισαν όμως τον χώρο για να περιφρουρήσουν τη συμμετοχή όλων στη μάχη της δημοκρατίας.

Ευτυχώς δεν ήταν Χριστούγεννα, όπως τα φετινά οπότε και ακούσαμε τον δήμαρχο να συμβολοποιεί τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο της Αθήνας με τους καταναλωτές και με το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το Δέντρο δεν μετατρέπει έναν χώρο σε δημόσιο. Ούτε το κάνουν μερικές ζαρτινιέρες (ξύλινες!) στους γύρω δρόμους και κάποσα λαμπιόνια. Ούτε οι εκκλήσεις του δημάρχου.

Το Κέντρο προϋποθέτει ισότητα πρόσβασης για όλους τους πολίτες. Από τη διαμαρτυρία μέχρι (και) την κατανάλωση. Προϋποθέτει ευκαιρίες που δεν βρίσκει κανείς ούτε στα τηλεπαράθυρα ούτε στα Mall.

Ιnfo

- Χρήστου Λάζου «Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973» Αθήνα 1987, εκδ. Γνώση.

- Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (πρακτικά του β΄ διεθνούς συνεδρίου) «Η πόλη στους νεότερους χρόνους», Αθήνα 2000.

- Max Weber «Οικονομία και Κοινωνία - Η Πόλη», Αθήνα 2008, εκδ. Σαββάλας.

- Henry Lefevre «Δικαίωμα στην Πόλη», Αθήνα 2007, εκδ. Κουκίδα.

- Deborah Stevenson «Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί», Αθήνα 2006, εκδ. Κριτική.

No comments: