Saturday, February 14, 2009

Περιβαλλοντική φυγή προς τα εμπρός


Του Γιωργου Τσελιουδη*, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009

Από τη Μεταπολίτευση και μετά η ελληνική κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σειρά από συνεχείς προκλήσεις. Ξεκίνησαν με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, για να ακολουθήσει η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η ομαλή εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία και η λήθη στο παρελθόν, το ευρώ και η ένταξη στην ΟΝΕ, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας. Παρόλο που το βάρος της αντιμετώπισης των προκλήσεων έπεφτε στο εκάστοτε κόμμα εξουσίας, το εγχείρημα είχε πάντα την υποστήριξη της πλειοψηφίας του κόσμου και οι προκλήσεις έδιναν έναν φανοστάτη που οριοθετούσε την πορεία προς τα εμπρός.

Επιπλέον, τόσο οι προσπάθειες όσο και η τελική επίτευξη των μεγαλόπνοων αυτών στόχων κρατούσαν τη χώρα στην καλή μεριά των διεθνών μηχανισμών δημοσιότητας, με όσα θετικά συνακόλουθα αυτό συνεπάγεται. Από τότε όμως που έσβησε ο φανοστάτης των Ολυμπιακών Αγώνων η ελληνική κοινωνία μοιάζει παγιδευμένη σε ένα τέλμα, χωρίς να μπορεί να δει κάποιο φως να τρεμοσβήνει στον ορίζοντα.

Αν κανείς παρατηρήσει πως όλοι οι παραπάνω στόχοι αποτελούσαν μια υπέρβαση που αρχικά φάνταζε σχεδόν ακατόρθωτη για το μέγεθος, την αρρωστημένη δομή και το βεβαρημένο παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας, τότε συμπεραίνει ότι μια ακατόρθωτη πρόκληση χρειάζεται και σήμερα για να εμπνεύσει τη δύσκολη αλλά απαραίτητη φυγή προς τα εμπρός. Η σκέψη εδώ, και ίσως και η πρόταση, είναι ότι το περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει την επόμενη μεγάλη ελληνική πρόκληση.Μια πρώτη διαπίστωση που συνηγορεί με την άποψη αυτή είναι ότι η φύση έχει υπάρξει εξαιρετικά γενναιόδωρη με την Ελλάδα. Με την αισθητική συνεισφορά της έχει για χρόνια τροφοδοτήσει τις καδένες του τουρισμού, μιας από τις πιο σημαντικές πηγές πλούτου και καλής φήμης για τη χώρα.

Αυτό που δεν έχει ιδιαίτερα τονιστεί είναι ότι η φύση έχει υπάρξει παρόμοια απλόχερη και στην περιβαλλοντική συνεισφορά της στη χώρα μας. Τα καλοκαιρινά μελτέμια αποτελούν έναν από τους πιο αξιόπιστους εν δυνάμει παραγωγούς αιολικής ενέργειας, τα ρήγματα και οι ηφαιστιογενείς δομές μπορούν να αποζημιώσουν για τις σεισμικές συνέπειες με την παραγωγή γεωθερμικής ενέργειας, ενώ η άπλετη ηλιοφάνεια αποτελεί ενεργειακό πόρο διαθέσιμο σε πολύ λίγες δυτικές κοινωνίες.

Μια δεύτερη διαπίστωση που δίνει επίσης περιθώρια ελπίδας είναι ότι υπάρχει μια στενή, περίεργη και σχεδόν σχιζοφρενική σχέση του Ελληνα με τη φύση. Χτίζουμε τσιμεντένια κουτιά, αλλά γεμίζουμε τα μπαλκόνια μας με γλάστρες και φυτά, μια δική μας πρώιμη εκδοχή για τις πράσινες στέγες.

Δίνουμε ελάχιστο χώρο για τους εαυτούς μας στα πεζοδρόμια, αλλά άπλετο χώρο στα δέντρα που τα κλαδεύουμε και τα περιποιούμαστε πολύ περισσότερο από τα πλακάκια που μας στηρίζουν. Μετακομίζουμε κατά χιλιάδες στις μεγάλες πόλεις, αλλά το έργο της ζωής μας είναι να ανακαινίσουμε το σπίτι στο χωριό.

Ολα αυτά δείχνουν πως στη χώρα υπάρχει τόσο η πρώτη ύλη όσο και μια λανθάνουσα κοινωνική δυναμική που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν και να συντηρήσουν μια ελληνική περιβαλλοντική υπέρβαση. Το μέγεθος αυτής της υπέρβασης όμως πρέπει να είναι τεράστιο, μια σειρά από περιβαλλοντικά «Μεγάλα Εργα» που θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο όλα τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Εργα όπως αιολικές βραχονησίδες διάσπαρτες στο Αιγαίο, κοινότητες ολόκληρες με πρωτοποριακούς σχεδιασμούς πράσινων στεγών, γεωθερμικά έργα ανάλογα σε μέγεθος με αυτά της Ισλανδίας, πρωτότυπες φωτοβολταϊκές κατασκευές, τόσο σε μεγάλα πάρκα, όσο και στις επιφάνειες των πολλών διάσπαρτων δημόσιων κτιρίων. Τα σχέδια για τα έργα πρέπει να είναι τόσο φιλόδοξα που να αισθανθούμε κι εμείς και να δώσουμε και στους άλλους την εντύπωση πως είναι σχεδόν αδύνατον να τα καταφέρουμε. Ισως τότε η ακατόρθωτη αυτή πρόκληση να κινητοποιήσει τις τεράστιες ναρκωμένες κοινωνικές δυνάμεις, που αντιμετώπισαν με επιτυχία τις προκλήσεις του παρελθόντος και να δώσει στην Ελλάδα του σήμερα μια αναγνωρίσιμη διεθνή ταυτότητα που θα τη βγάλει από το τέλμα και θα τη βάλει στη διεθνή περιβαλλοντική πρωτοπορία.

* Ο κ. Γιώργος Τσελιούδης είναι διευθυντής του Κέντρου Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, έως πρόσφατα υπήρξε ερευνητής στο Ινστιτούτο Goddard της ΝΑSΑ.

No comments: