Thursday, May 29, 2008

29 ΜΑΪΟΥ 1453

Image:Aya sofya.jpg

29 Μαΐου 1453. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Είναι μια μαύρη επέτειος στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Με την πτώση της Πόλης μπαίνουν στο προσκήνιο της ιστορίας και οι Τούρκοι. Κρατώντας και την ανατολική Θράκη, φαίνεται να πατάνε γερά στα ευρωπαϊκά πράγματα. Δεν χρειάζεται να γράψω περισσότερα. Από τότε άρχισαν τα βάσανά μας, τα οποία δεν κράτησαν τετρακόσια (400) χρόνια, αλλά συνεχίζονται. Αυτά τα περί "φιλίας" των λαών εγώ τ' ακούω βερεσέ. Είμαστε αναγκασμένοι από τη γεωγραφική γειτνίαση να βλέπουμε με στραβό μάτι ο ένας τον άλλον. Κι όσο οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι θα μπλέκονται στις υποθέσεις μας, τίποτε δεν πρόκειται να πάει καλά. Και ιδιαίτερα στα χρόνια που ζούμε, που οι πολιτικοί ηγέτες είναι ελάσσονες...
29 Μαΐου 1453. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είπε προς τον Μωάμεθ: «Το την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστί ουτ΄ άλλου των κατοικούντων ενταύθα. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδώμενοι της ζωής ημών».

http://www.e-grammes.gr/photos/greece/palaeologus.jpg

Οδυσσέα Ελύτη

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Ι

Έτσι καθώς εστέκονταν

ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες
στη λύπη του

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου

Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα

Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους

κι έβγανε απ' όλους

Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε

Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της

όλα τα δελφίνια

Κι η ερημιά πολλή που να χωρά

ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν

Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου

τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.


II

Θεέ μου και τώρα τι

Που 'χε με χίλιους να παλέψει

χώρια με τη μοναξιά του

Ποιος;

Αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει

Τι;

Που όλα του τα 'χαν πάρει

Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το

μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο

να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι

Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)

Μεσημέρι από νύχτα

Και μήτ' ένας πλάι του

Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα

ν' αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη

από άσπρο φως

Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα
να τον κύριε


III

Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια

Του 'φερναν

Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα

Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του

άσπαστη κειτώμενος

Αυτός,

ο τελευταίος Έλληνας!



No comments: