Sunday, January 18, 2009

Πλατεία Κολιάτσου: Εδώ συντελείται «γενοκτονία» νεοκλασικών



Εδώ συντελείται «γενοκτονία» νεοκλασικών

Οι δρόμοι γύρω από την πλατεία Κολιάτσου είναι γεμάτοι σκούρες πολυκατοικίες με μικρά μπαλκόνια. Τα πεζοδρόμια -μια λωρίδα πλακόστρωτη- με το ζόρι μπορούν να χωρέσουν έναν άνθρωπο.

Η πράσινη πόρτα ενός νεοκλασικού θυμίζει πώς ήταν η περιοχή κάποτε και όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αλέξανδρος Μυράτ, μόνιμος αρχιμουσικός της Καμεράτα, που ζει στη γειτονιά, «έτσι θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι κι έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τα σπίτια». Χτυπάμε το κουδούνι και αμέσως ανοίγει η βαριά πόρτα. Τα ξύλινα σκαλοπάτια οδηγούν στο πάνω πάτωμα και οι ήχοι που αφήνουν μουρμουρίζουν την ιστορία του σπιτιού και της γειτονιάς.

«Οι πρώτοι ένοικοι αυτού της σπιτιού, αλλά και της γειτονιάς ολόκληρης κάποτε έβλεπαν τη θάλασσα από εδώ. Το φαντάζεστε;», λέει ο κ. Μυράτ. Η επιλογή της γειτονιάς δεν είναι τυχαία, ούτε βέβαια του σπιτιού. Εξηγεί: «Ηρθαμε εδώ το 1999, αμέσως μετά το σεισμό, οπότε το σπίτι -εκτός των άλλων- έχει και αντισεισμικό πιστοποιητικό. Μέχρι τότε μέναμε σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι, αλλά παρά τις καλές προθέσεις ήταν πολύ δύσκολο να κάνουμε πρόβες τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου. Οι τοίχοι εκεί ήταν σαν τσιγαρόχαρτα. Εδώ χρειάστηκε να τρυπήσουμε κάποιους από αυτούς για να γίνουν εργασίες και οι πέτρες είχαν διάμετρο ογδόντα εκατοστά». Διακόπτει τη συζήτηση, χαμογελά σαν να θυμάται κάτι: «Ξέρεις, οι παλιοί εργολάβοι άφηναν τα χνάρια τους μέσα στο σπίτι. Αλλάζοντας τα πατώματα βρήκαμε πακέτα τσιγάρα του τριάντα και μία φωτογραφία με όλους τους εργάτες μπροστά στο γιαπί. Ηταν μία ωραία στιγμή η ανακάλυψη από αυτά τα χνάρια. Είναι σαν να προσπαθείς να δεις την ιστορία του κάθε εργάτη, την τέχνη του, τη ζωή του».

Στην ερώτηση πώς αποφάσισε να ζήσει στη γειτονιά, ο κ. Μυράτ απαντά με σαφήνεια: «Μα είμαι και εγώ μετανάστης. Αν εξαιρέσεις το διάστημα που έζησα στο Παρίσι και δύο-τρεις επισκέψεις μου στην Αθήνα, όλα αυτά τα χρόνια όταν αποφάσιζα να γυρίζω στην Ελλάδα, επέστρεφα σε κάτι που ήξερα. Πάντα η γειτονιά μου ήταν τα Πατήσια. Στη Φωκίωνος Νέγρη τη δεκαετία του ‘70 αποχαιρέτησα τους φίλους μου. Γυρίζοντας βέβαια δεν αναγνώρισα αυτό που άφησα. Αλλη εικόνα είχα και βρήκα μια ημίπολη. Δεν υπάρχει τίποτε, ούτε ιστορικό κέντρο ούτε τίποτε. Ισως η αρχή, η βάση για τη γειτονιά είναι το σπίτι. Εφυγα από το Κολωνάκι και ήρθα να ζήσω εδώ. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να πάω να ζήσω στο Βωβοσίτι ή σε κάποιες δήθεν περιοχές. Δυστυχώς, συνηθίσαμε να ζούμε σε μπετονογειτονιές, όπου υπάρχουν παντού πολυκατοικίες».

Οπως λέει, η γειτονιά του, αλλά και η πόλη είναι άκρως εχθρικές. Δεν μπορεί να περπατήσει κάποιος χέρι χέρι με έναν άνθρωπο. «Υπάρχει βιασμός των αισθήσεων, της αισθητικής. Δεν είναι θέμα πλούτου ή φτώχειας. Η αισθητική αντιπροσωπεύει αυτούς που την έφτιαξαν και αυτό το λάιφ στάιλ… Ολα λειτουργούν σαν απομίμηση και όχι σαν μίμηση. Στη γειτονιά μου συντελείται “γενοκτονία” νεοκλασικών. Τουλάχιστον έξι νεοκλασικά γκρεμίστηκαν το τελευταίο διάστημα. Το σπίτι είναι σαν να αγγίζεις έναν άνθρωπο», λέει και σκοτεινιάζει ο συνήθως χαμογελαστός αρχιμουσικός. «Και αυτές οι νέες πολυκατοικίες εκπέμπουν θάνατο. Πριν από λίγο καιρό έμαθα ότι θα γκρέμιζαν κάποιο από αυτά. Πήγα και το φωτογράφισα πριν από την κατεδάφιση και μετά».

Στα γαλλικά δεν υπάρχει η έννοια της πολυκατοικίας, υπάρχει μόνο η λέξη κτίριο με χαμηλό ενοίκιο αλλά όχι η λέξη πολυκατοικία. «Δική μας εφεύρεση η λέξη, αλλά και τα απαίσια αυτά κτίρια… Οι νέες πολυκατοικίες είναι φανερό ότι απευθύνονται σε μετανάστες. Και αυτά τα υπόγεια των πολυκατοικιών…, μα μπορεί να ζήσει κάποιος εκεί; Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος μπορεί να σχεδιάζει τέτοια διαμερίσματα. Είναι σαν γάιδαρος που παριστάνει το άλογο, δεν μπορείς να κάνεις ένα γάιδαρο άλογο, πάντα θα φαίνονται η ουρά και τα αφτιά του».

Γειτονιά των μεταναστών

«Στη γειτονιά των μεταναστών», όπως λέει για την πλατεία Κολιάτσου ο Αλέξανδρος Μυράτ, υπάρχει ένα μίγμα με καλή ισορροπία. Ελληνες, κυρίως της τρίτης ηλικίας, Αλβανοί, Ουκρανοί και άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής, σε έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό πολιτισμών. «Θα σας διηγηθώ μια ιστορία ενδεικτική», λέει. «Είχα πάει στον κινηματογράφο Φιλίπ -αυτός ευτυχώς λειτουργεί ακόμη, όχι σαν εκείνον που τον έκαναν σούπερ μάρκετ- και μπροστά μας κάθονταν κάποιοι Αφρικανοί. Εβλεπαν την ταινία και μιλούσαν στη γλώσσα τους. Ξαφνικά τελειώνουν την κουβέντα τους με το “άσ’ τα να πάνε!”. Είναι μετανάστες αλλά με ελληνική νοοτροπία. Με συγκινεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι επέλεξαν τη χώρα μου, τη γειτονιά μου για να ζήσουν καλύτερα». Στην περιοχή οι κάτοικοι νιώθουν ασφαλείς και όσο κι αν γίνεται λόγος για αποξένωση τα τελευταία χρόνια, οι γείτονες είναι κοντά ο ένας στον άλλο. «Φανταστείτε ότι έχω ξεχάσει το κλειδί στην πόρτα για πολλές ώρες και δεν έχει συμβεί το παραμικρό. Αν κάποιος εδώ φωνάξει “βοήθεια”, θα τρέξουν όλοι, Eλληνες και αλλοδαποί. Aλλωστε, γειτονιά είναι και οι άνθρωποί της. Εδώ πιο πάνω υπάρχει ένα ψητοπωλείο που μου αρέσει για δύο λόγους: πρώτον, είναι όλα σαν ορχήστρα, καθένας κάνει τη δουλειά του χωρίς να μιλάει, έχουν ακρίβεια στις κινήσεις και, δεύτερον, γιατί δεν κάνουν ντιλίβερι. Είναι ο Στέλιος που έχει το προπατζίδικο, ο χασάπης που έφυγε λόγω σύνταξης, ο βιβλιοπώλης. Είναι καλοί γείτονες και αυτό είναι τύχη». Οταν γίνεται λόγος για την καθαριότητα και την ανακύκλωση στην περιοχή, η απάντηση αποστομωτική: «Ανακύκλωση; Ναι, βέβαια, ανακύκλωση της βρόμας… Οι Ελληνες έχουν πάρει διαζύγιο με τη φύση και την οικολογία».


ΚΑΡΑΔΗΜΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, Ελεύθερος Τύπος, Παρασκευή, 16.01.09

No comments: