Sunday, July 13, 2008

ΑΣ ΟΡΓΑΝΩΘΟΥΜΕ ΠΡΩΤΑ...

Χρειάζεται υπουργείο Περιβάλλοντος;

Χ. ΚΟΥΤΑΛΑΚΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 13/07/2008

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή τις τραγικές συνέπειες των καταστροφικών πυρκαγιών του περασμένου καλοκαιριού διατυπώνεται έντονος προβληματισμός, από πολιτικά κόμματα, περιβαλλοντικές οργανώσεις και συλλογικούς φορείς, σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του ισχύοντος συστήματος περιβαλλοντικής διοίκησης. Η εν λόγω προβληματική αποτυπώνεται στο αίτημα για τη σύσταση ενός αυτόνομου υπουργείου Περιβάλλοντος. Η πρόταση αυτή, πέρα από την προφανή συμβολική της διάσταση, εγείρει εύλογους προβληματισμούς σχετικά με τις αρμοδιότητες του νέου αυτού υπουργείου, τους οργανωτικούς του πόρους αλλά και τους θεσμικούς όρους αποτελεσματικής λειτουργίας του. Η πολυπλοκότητα των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων και η ανάγκη ενσωμάτωσης των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης στο σύνολο των ρυθμιστικών παρεμβάσεων του κράτους δύσκολα μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη μεταφορά όλων των συναφών με το περιβάλλον αρμοδιοτήτων σε ένα μόνο υπουργείο. Η πολύχρονη πλέον πείρα από τη λειτουργία του ισχύοντος συστήματος περιβαλλοντικής διοίκησης αναδεικνύει μια σειρά παράγοντες που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική διαμόρφωση και υλοποίηση περιβαλλοντικών πολιτικών. Η παντελής έλλειψη παγιωμένων δομών, διαδικασιών και πρακτικών οριζόντιου συντονισμού μεταξύ των συναρμόδιων υπουργείων και η ανυπαρξία αξιόπιστων και αμερόληπτων ελέγχων τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αποτελούν πάγιους ανασταλτικούς παράγοντες, που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος της δημιουργίας ενός ισχυρού υπουργείου Περιβάλλοντος. Εκείνο που επιβάλλεται, για μια συνολική αντιμετώπιση της προβλήματος, είναι αφενός η θέσπιση νέων ευέλικτων μορφών συντονισμού και αφετέρου η αναβάθμιση των υπηρεσιών περιβαλλοντικών ελέγχων.

Ειδικότερα:

Α. Από τη δεκαετία του 1970 το ζήτημα του συντονισμού των διάσπαρτων περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων αντιμετωπίστηκε με κλασικά μέσα, όπως η δημιουργία διυπουργικών επιτροπών και συμμετοχικών συμβουλίων. Η πείρα από τη λειτουργία τους ως σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Τα όργανα αυτά σπάνια λειτούργησαν ως αποτελεσματικοί μηχανισμοί άμβλυνσης των ενδοκυβερνητικών αντιθέσεων που οδηγούν σε μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη των αποφάσεων και αναιρούν την εφαρμογή τους. Ο συντονισμός, όπου και όταν επιτυγχάνεται, εξαρτάται εν πολλοίς από άτυπα διαπροσωπικά δίκτυα επαφών μεταξύ των στελεχών της διοίκησης και εν τέλει προσωπικής διαμεσολάβησης του Πρωθυπουργού. Η συστηματική όμως προσφυγή σε άτυπες ή ιεραρχικές μορφές συντονισμού είναι ατελέσφορη, διότι επιφέρει δυσανάλογο κόστος στη λειτουργία της κυβέρνησης και των κυβερνητικών οργάνων.

Ως εκ τούτου, η ανάγκη ύπαρξης σταθερών δομών, διαδικασιών και πρακτικών που διευκολύνουν τη ενδοκυβερνητική και διοικητική συνεργασία δεν αναιρείται με την αυτονόμηση ενός τομέα της κυβερνητικής δράσης. Αντιθέτως εντείνεται. Η πρόταση για διορισμό ενός αντιπροέδρου της κυβέρνησης για την Αειφόρο Ανάπτυξη θα προσέδιδε την προσήκουσα συμβολική διάσταση στις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Χωρίς να υποκαθιστά τους καθ' ύλην αρμόδιους υπουργούς θα ικανοποιούσε την ανάγκη για παρακίνηση και επίσπευση της συντονιστικής δράσης μεταξύ των μελών της κυβέρνησης και των στελεχών της διοίκησης μέσω της δημιουργίας μόνιμων ή ad hoc θεματικών διυπουργικών επιτροπών, όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής αλλά και σε χαμηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας κάθε υπουργείου. Η κλιματική αλλαγή, η χωροταξία, η προστασία της βιοποικιλότητας και η διαχείριση των δασών θα μπορούσαν ενδεικτικά να αποτελέσουν τομείς διυπουργικής συνεργασίας υπό τον αντιπρόεδρο.

Β. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ενδυνάμωση του συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στη χώρα μας. Η σύσταση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος αποτελεί τη βασικότερη θεσμική καινοτομία προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο το ισχύον σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου της συμμόρφωσης της διοίκησης και τρίτων προς την περιβαλλοντική νομοθεσία πάσχει από εγγενείς αδυναμίες που περιορίζουν και πολλές φορές ακυρώνουν την αποτελεσματικότητά του. Εκτός από προφανείς ελλείψεις προσωπικού και υλικοτεχνικών μέσων, η απευθείας υπαγωγή της υπηρεσίας στον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ αποτελεί τον βασικότερο θεσμικό παράγοντα που δυσχεραίνει την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος συστήματος ελέγχων της συμμόρφωσης των ρυθμιζόμενων με την περιβαλλοντική νομοθεσία. Η ιεραρχική εξάρτηση της υπηρεσίας από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου οδηγεί στην ταύτιση ρυθμιστή και ρυθμιζόμενου και στην ένταξη των ελέγχων στην πολιτική λογική εκλεγμένων οργάνων. Ενδεικτικό είναι ότι η υπηρεσία δεν διαθέτει αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς την επιβολή προστίμων αλλά εισηγείται την επιβολή τους, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, στον νομάρχη, στον περιφερειάρχη ή στον υπουργό.

Είναι λοιπόν αναγκαίο να στεγανοποιηθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το σύστημα ελέγχου και επιβολής της νομοθεσίας από πολιτικές σκοπιμότητες και πελατειακές λογικές. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αναβάθμιση της υπηρεσίας σε αυτοτελές σώμα επιθεωρητών περιβάλλοντος με κυρωτικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες.

Οι δύο αυτές παρεμβάσεις αποτελούν βασικές θεσμικές επιλογές στην κατεύθυνση της επίτευξης των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης στη χώρα μας.

  • Ο κ. Χ. Κουταλάκης είναι λέκτορας του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της επιστημονικής ομάδας της WWF για τη διαμόρφωση της πρότασης «Πολιτεία για το Περιβάλλον - Πρόταση για εθνικό σύστημα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης».

No comments: