Friday, October 3, 2008

Ελάχιστο «ποσό» ελεημοσύνης



Επιμέλεια: ΟΛΓΑ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/10/2008

ΒΕΡΟΛΙΝΟ. Τον φωνάζουν Μοζαμέλ, κανείς δεν τον αποκαλεί «κύριο» και δεν έχει επίθετο -για ποιον λόγο άλλωστε; Εάν δεν ήταν άρρωστος, ποιος ξέρει πώς θα ήταν και τι θα έκανε - σίγουρα θα γινόταν ένας καλός ράφτης, ίσως και σχεδιαστής, διάσημος σ' όλο το Μπαγκλαντές, αφού φαντασία διαθέτει.

Ελάχιστο ποσό ελεημοσύνης; Είναι το αίτημα μιας χούφτας επαιτών σε πολιτεία του Μπαγκλαντές, που συχνά δεν εξασφαλίζουν ούτε ένα κιλό ρύζι. Δεν πρόκειται για άτομα φυγόπονα, αλλά ανίκανα προς εργασία σε μία από τις φτωχότερες περιοχές του κόσμου. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη μερικά αυτιά που μπορούν να ακούν...
Ακόμη, τα καταφέρνει με τα λόγια -μπορεί να έκανε καριέρα και στη δημόσια διοίκηση. Εκεί θα γινόταν κάποιος, αληθινός κύριος, όχι μόνον ένα όνομα χωρίς επίθετο. Δεν έπρεπε ν' αρρωστήσει...

Τώρα όμως; Είναι σακάτης και επαίτης. Δεν μπορεί να περπατήσει και να σταθεί μοναχός του, ούτε να σηκώσει κανονικά τα χέρια. Ολη του τη ζωή θα εξαρτάται από τη βοήθεια άλλων -κι αυτό στο Κούριγκραμ, σε μία από τις φτωχότερες πολιτείες του Μπαγκλαντές χώρας όπου το 40% του πληθυσμού ζει με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.

Οταν ο Μοζαμέλ επιστρέφει στο σπίτι του τη νύχτα, έπειτα από ώρες ζητιανιάς στους δρόμους, αισθάνεται να τον πονά το σώμα του σαν να έκανε σκληρή χειρωνακτική εργασία. Η επαιτεία είναι, τελικώς, σκληρή δουλειά. Αλλά δεν πληρώνεται. Αυτή η σκέψη τριγυρίζει στον νου του και θέλει να τη μοιραστεί. Ο Μοζαμέλ είναι περίπου 35άρης, -την ακριβή ηλικία του δεν την ξέρει, ένας λιγνός, σκουρόχρωμος άνδρας, που στην εφηβεία του πρέπει να είχε όμορφα χαρακτηριστικά. Τότε -πριν τον χτυπήσει η αρρώστια- δούλευε βοηθός σ' ένα ραφτάδικο. Σχολειό δεν τον έστειλαν, ο πατέρας του πίστευε πως έπρεπε να εργαστεί όπως έκαναν και τα αδέρφια του.

Ο Μοζαμέλ δεν παραπονιέται, άλλωστε η γυναίκα του, η Ρόσνα (που σημαίνει «φως») είναι πολύ γλυκειά και καλή. Μια μέρα, γυρίζοντας από τη δουλειά, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, έπεσε στον δρόμο κι έμεινε εκεί λιπόθυμος. Οταν συνήλθε, διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις χεριών και ποδιών και να σταθεί με τις δικές του δυνάμεις. Τον μετέφεραν σ' ένα τέμενος, του έδωσαν αγίασμα, κι επειδή η κατάστασή του δεν βελτιωνόταν, τον μετέφεραν σπίτι του. Ο Μοζαμέλ παρέμεινε από τότε παράλυτος.

Οι «καμπιράι», άτομα επιφορτισμένα με την προσφορά πρώτων βοηθειών στα χωριά, αλλά χωρίς ειδική κατάρτιση, ήταν της γνώμης πως πρόκειται για μόνιμη κατάσταση. Ο ράφτης έδιωξε τον νεαρό, αφού του ήταν πια άχρηστος, και στον Μοζαμέλ απέμεινε μονάχα η λύση της επαιτείας. Η μέρα του ξεκινά στις έξι το πρωί, και η Ρόσνα τον βοηθά να σηκωθεί και να φορέσει το «λούνγκι», το παραδοσιακό πανί που τυλίγεται γύρω στη μέση και φθάνει μέχρι τα γόνατα. Για πρωινό τρώνε ρύζι με λαχανικά ή ρύζι με αλάτι, η μητέρα ετοιμάζει τον γιο για το σχολείο και βοηθά τον Μοζαμέλ ν' ανέβει στο ξύλινο αμαξίδιο· αυτό που στις λεγόμενες «πλούσιες» χώρες ίσως ν' αποτελούσε παιδικό παιχνίδι. Από το φτωχικό σπιτάκι -ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες- μέχρι το κέντρο της πόλης Κουριγκράμ είναι περίπου 1 χλμ. Αρκετές φορές πηγαίνουν στην περιοχή των δικαστηρίων -εκεί κυκλοφορούν ευκατάστατα άτομα.

Οταν κάποιος δίνει περισσότερα -δηλαδή δέκα «τάκα», περίπου δέκα λεπτά- ο Μοζαμέλ τού δίνει την ευχή του και ζητεί την ευχή του Αλλάχ. Οι πιο πολλοί, όμως, δίνουν ακόμη λιγότερα -δύο λεπτά, τέσσερα λεπτά. Κάθε λίγες μέρες ο Μοζαμέλ αλλάζει την περιοχή όπου πηγαίνει και στα καταστήματα χτυπά διακριτικά το τζάμι, εκλιπαρώντας ελεημοσύνη. Στις καλές μέρες συγκεντρώνονται περίπου 50 λεπτά, αλλά και στο Μπαγκλαντές οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στο ρύζι. Συχνά, η ημερήσια είσπραξη δεν ξεπερνά τα 15 τάκα, λιγότερα απ' όσο κοστίζει ένα κιλό ρύζι.

Βλέποντας ότι αυτό συμβαίνει και σ' άλλους ζητιάνους, ο Μοζαμέλ οργάνωσε μια συνάντησή τους μπροστά στα δικαστήρια για να δηλώσουν το αίτημά τους - ένα ελάχιστο όριο ελεημοσύνης· τη δυνατότητα να μαζέψουν έστω ένα μικρό ποσό για να ταφούν με αξιοπρέπεια κι όχι σε ομαδικό - ανώνυμο - μνήμα. Δεν ήταν διαδήλωση, όπως έγραψαν κάποια ξένα ΜΜΕ. Ηταν μια σιωπηρή κίνηση, που κατάφερε να τους φέρει κοντά στην τοπική αυτοδιοίκηση της Πολιτείας.

Ο δήμαρχος τους περιμένει στο προαύλιο και δεν τους καλεί μέσα -οι επαίτες δεν είναι επίσημοι επισκέπτες. Ομως, τους αφιερώνει τον χρόνο του και ο Μοζαμέλ παρουσιάζει τις θέσεις τους τονίζοντας την αναγκαιότητα του ελάχιστου ποσού ελεημοσύνης σε κάθε προσφορά. Ο δήμαρχος αντιτάσσει πως είναι αδύνατον να επιβάλει κάτι τέτοιο, αλλά εκφράζει τη συμπάθεια και την κατανόησή του για την ανέχεια. Επιστρέφει στο δημαρχείο και μεταφέρει ό,τι άκουσε στους συνεργάτες του της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και εκείνοι αποφασίζουν ότι οι ίδιοι δεν θα πέσουν ποτέ κάτω από το ένα «τάκα». Δεν είναι η λύση του προβλήματος. Ομως, είναι μια καλή αρχή. Τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει ο Μοζαμέλ. *

No comments: